κροκύδιον

κροκύδιον
κροκύδιον
picking of flocks
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κροκύδιον — κροκύδιον, τὸ (AM) [κροκύς] μικρή κροκύδα …   Dictionary of Greek

  • κροκυδίων — κροκύδιον picking of flocks neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκύδια — κροκύδιον picking of flocks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”